ψυχωφέλιμων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ψυχωφέλιμων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ψυχωφέλιμος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ψυχωφέλιμος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ψυχωφέλιμος
ψυχωφέλιμων