ψιθυριστές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ψιθυριστές θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψιθυριστή
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ψιθυριστές αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψιθυριστής