ψευτοαπασχολούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαψευτοαπασχολούμαι, π.αόρ.: ψευτοαπασχολήθηκα, (ενεργ.: ψευτοαπασχολώ)
- παθητική φωνή του ρήματος ψευτοαπασχολώ: ασχολούμαι με κάτι επιφανειακά ή για πολύ λίγο χρονικό διάστημαα
ψευτοαπασχολούμαι, π.αόρ.: ψευτοαπασχολήθηκα, (ενεργ.: ψευτοαπασχολώ)