ψέγειν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑπαρέμφατο
επεξεργασίαψέγειν
- απαρέμφατο ενεργητικού ενεστώτα του ψέγω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 689 (688-689)
- σὺ δ᾽ οὐ πέφυκας πάντα προσκοπεῖν ὅσα | λέγει τις ἢ πράσσει τις ἢ ψέγειν ἔχει.
- Μένα λοιπόν μου πρέπει για σένα να παρατηρώ | τί λένε και τί κάνουν και τί έχουν να κατηγορούν.
- Μετάφραση (1940): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- σὺ δ᾽ οὐ πέφυκας πάντα προσκοπεῖν ὅσα | λέγει τις ἢ πράσσει τις ἢ ψέγειν ἔχει.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 689 (688-689)