χερόμπολο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χερόμπολο ουδέτερο, πληθυντικός χερόμπολα
- (λαϊκότροπο) (ιδιωματικό): ο χειρόμυλος (στην ηπειρωτική διάλεκτο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
χερόμπολο
|
χερόμπολο ουδέτερο, πληθυντικός χερόμπολα
|