Ετυμολογία

επεξεργασία
χερόμπολο < χέρι + βολιά (= κίνηση, γύρισμα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χερόμπολο ουδέτερο, πληθυντικός χερόμπολα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία