Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Από το χειρομαχώ με λαϊκή επίδραση από το χέρι(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ρήμα επεξεργασία

χερομαχώ, πρτ.: χειρομαχούσα, αόρ.: χειρομάχησα (χωρίς παθητική φωνή)

Κλίση επεξεργασία