Δείτε επίσης: χειρομαχῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χειρομαχώ < ελληνιστική κοινή χειρομαχέω[1]

χειρομαχώ, πρτ.: χειρομαχούσα, αόρ.: χειρομάχησα (χωρίς παθητική φωνή)

  • δουλεύω σκληρά σε χειρωνακτική εργασία για να πληρωθώ ένα μεροκάματο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)