χειρομαχώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χειρομαχώ < ελληνιστική κοινή χειρομαχέω[1]
Ρήμα
επεξεργασίαχειρομαχώ, πρτ.: χειρομαχούσα, αόρ.: χειρομάχησα (χωρίς παθητική φωνή)
- δουλεύω σκληρά σε χειρωνακτική εργασία για να πληρωθώ ένα μεροκάματο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χειρομαχώ | χειρομαχούσα | θα χειρομαχώ | να χειρομαχώ | χειρομαχώντας | |
β' ενικ. | χειρομαχείς | χειρομαχούσες | θα χειρομαχείς | να χειρομαχείς | (χειρομάχει) | |
γ' ενικ. | χειρομαχεί | χειρομαχούσε | θα χειρομαχεί | να χειρομαχεί | ||
α' πληθ. | χειρομαχούμε | χειρομαχούσαμε | θα χειρομαχούμε | να χειρομαχούμε | ||
β' πληθ. | χειρομαχείτε | χειρομαχούσατε | θα χειρομαχείτε | να χειρομαχείτε | χειρομαχείτε | |
γ' πληθ. | χειρομαχούν(ε) | χειρομαχούσαν(ε) | θα χειρομαχούν(ε) | να χειρομαχούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χειρομάχησα | θα χειρομαχήσω | να χειρομαχήσω | χειρομαχήσει | ||
β' ενικ. | χειρομάχησες | θα χειρομαχήσεις | να χειρομαχήσεις | χειρομάχησε | ||
γ' ενικ. | χειρομάχησε | θα χειρομαχήσει | να χειρομαχήσει | |||
α' πληθ. | χειρομαχήσαμε | θα χειρομαχήσουμε | να χειρομαχήσουμε | |||
β' πληθ. | χειρομαχήσατε | θα χειρομαχήσετε | να χειρομαχήσετε | χειρομαχήστε | ||
γ' πληθ. | χειρομάχησαν χειρομαχήσαν(ε) |
θα χειρομαχήσουν(ε) | να χειρομαχήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χειρομαχήσει | είχα χειρομαχήσει | θα έχω χειρομαχήσει | να έχω χειρομαχήσει | ||
β' ενικ. | έχεις χειρομαχήσει | είχες χειρομαχήσει | θα έχεις χειρομαχήσει | να έχεις χειρομαχήσει | ||
γ' ενικ. | έχει χειρομαχήσει | είχε χειρομαχήσει | θα έχει χειρομαχήσει | να έχει χειρομαχήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χειρομαχήσει | είχαμε χειρομαχήσει | θα έχουμε χειρομαχήσει | να έχουμε χειρομαχήσει | ||
β' πληθ. | έχετε χειρομαχήσει | είχατε χειρομαχήσει | θα έχετε χειρομαχήσει | να έχετε χειρομαχήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χειρομαχήσει | είχαν χειρομαχήσει | θα έχουν χειρομαχήσει | να έχουν χειρομαχήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χειρομαχώ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)