χειροφιλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çi.ɾo.fiˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐ρο‐φι‐λώ
Ρήμα
επεξεργασίαχειροφιλώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χειροφιλάω - χειροφιλώ | χειροφιλούσα - χειροφίλαγα | θα χειροφιλάω - χειροφιλώ | να χειροφιλάω - χειροφιλώ | χειροφιλώντας | |
β' ενικ. | χειροφιλάς | χειροφιλούσες - χειροφίλαγες | θα χειροφιλάς | να χειροφιλάς | χειροφίλα - χειροφίλαγε | |
γ' ενικ. | χειροφιλάει - χειροφιλά | χειροφιλούσε - χειροφίλαγε | θα χειροφιλάει - χειροφιλά | να χειροφιλάει - χειροφιλά | ||
α' πληθ. | χειροφιλάμε - χειροφιλούμε | χειροφιλούσαμε - χειροφιλάγαμε | θα χειροφιλάμε - χειροφιλούμε | να χειροφιλάμε - χειροφιλούμε | ||
β' πληθ. | χειροφιλάτε | χειροφιλούσατε - χειροφιλάγατε | θα χειροφιλάτε | να χειροφιλάτε | χειροφιλάτε | |
γ' πληθ. | χειροφιλάν(ε) - χειροφιλούν(ε) | χειροφιλούσαν(ε) - χειροφίλαγαν - χειροφιλάγανε | θα χειροφιλάν(ε) - χειροφιλούν(ε) | να χειροφιλάν(ε) - χειροφιλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χειροφίλησα | θα χειροφιλήσω | να χειροφιλήσω | χειροφιλήσει | ||
β' ενικ. | χειροφίλησες | θα χειροφιλήσεις | να χειροφιλήσεις | χειροφίλα - χειροφίλησε | ||
γ' ενικ. | χειροφίλησε | θα χειροφιλήσει | να χειροφιλήσει | |||
α' πληθ. | χειροφιλήσαμε | θα χειροφιλήσουμε | να χειροφιλήσουμε | |||
β' πληθ. | χειροφιλήσατε | θα χειροφιλήσετε | να χειροφιλήσετε | χειροφιλήστε | ||
γ' πληθ. | χειροφίλησαν χειροφιλήσαν(ε) |
θα χειροφιλήσουν(ε) | να χειροφιλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χειροφιλήσει | είχα χειροφιλήσει | θα έχω χειροφιλήσει | να έχω χειροφιλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις χειροφιλήσει | είχες χειροφιλήσει | θα έχεις χειροφιλήσει | να έχεις χειροφιλήσει | ||
γ' ενικ. | έχει χειροφιλήσει | είχε χειροφιλήσει | θα έχει χειροφιλήσει | να έχει χειροφιλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χειροφιλήσει | είχαμε χειροφιλήσει | θα έχουμε χειροφιλήσει | να έχουμε χειροφιλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε χειροφιλήσει | είχατε χειροφιλήσει | θα έχετε χειροφιλήσει | να έχετε χειροφιλήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χειροφιλήσει | είχαν χειροφιλήσει | θα έχουν χειροφιλήσει | να έχουν χειροφιλήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χειροφιλώ
|
Πηγές
επεξεργασία- χειροφιλώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)