χειρουργήσιμων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαχειρουργήσιμων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του χειρουργήσιμος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του χειρουργήσιμος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του χειρουργήσιμος