Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειράγρα < (ελληνιστική κοινήχειράγρα < χείρ (χειρ-) + ἄγρα (κυνήγι, παγίδα που σε γραπώνει, η λέξη σχηματίστηκε κατ' αναλογία προς την επίσης (ελληνιστική κοινή) ποδάγρα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χειράγρα θηλυκό (γενική: χειράγρας, πληθ. αδόκιμος)

  Μεταφράσεις επεξεργασία