Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

χαϊκού < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 俳句 (αστείος στίχος, ονομασία που αποδίδεται και σε παλαιότερα ποιήματα αλλά πιθανότατα καθιερώθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα από τον Μασαόκα Σίκι)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

χαϊκού ουδέτερο άκλιτο

  • ιαπωνικό είδος ποίησης το οποίο θεωρείται ως η πιο σύντομη μορφή ποίησης στον κόσμο,

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία