Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμαλίκα < χαμάλης ή χαμαλίκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαμαλίκα θηλυκό

  • το πανί που ρίχνουν στην πλάτη τους οι αχθοφόροι για να μην τραυματίζονται ή να μην πονούν οι σπόνδυλοι και ο αυχένας τους από τα σκληρά αντικείμενα που μεταφέρουν στη ράχη

  Μεταφράσεις επεξεργασία