χαλκογραφούμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xal.ko.ɣraˈfu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαλ‐κο‐γρα‐φού‐με
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
χαλκογραφούμε
- πρώτο πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεστώτα του ρήματος χαλκογραφώ
χαλκογραφούμε