χαζογελάμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xa.zo.ʝeˈla.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ζο‐γε‐λά‐με
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
χαζογελάμε
- α΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεστώτα του ρήματος χαζογελάω / χαζογελώ
χαζογελάμε