χέζω τήν οὐσιάν
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
χέζω τὴν οὐσιάν
- (μεταφορικά) χέζομαι απ' τον φόβο μου, τα κάνω πάνω μου, τρομάζω πολύ
Δείτε επίσης επεξεργασία
- στα νέα ελληνικά: τα κάνω πάνω μου
- στα νέα ελληνικά: χέζομαι πάνω μου
- στα νέα ελληνικά: χέζομαι απ' τον φόβο μου
Πηγές επεξεργασία
- ουσία - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].