Ετυμολογία

επεξεργασία
χέζω τὴν οὐσιάν <  δείτε τις λέξεις χέζω, τήν και οὐσιάν, αιτιατική οὐσίαν του οὐσία

χέζω τὴν οὐσιάν

Δείτε επίσης

επεξεργασία