χάρισι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαχάρισι θηλυκό
- δοτική πληθυντικού του χάρις
Άλλες μορφές
επεξεργασία- χάρισιν (με εφελκυστικό νι)
- χαρίτεσσι (επικός τύπος , χωρίς εφελκυστικό νι)
- χαρίτεσσιν (επικός τύπος , με εφελκυστικό νι)