Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χάραξε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
χάραξε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
χαράζω
/
χαράσσω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
χαράζω
/
χαράσσω