Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

χάλασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος χαλάω / χαλώ / χαλνώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος χαλάω / χαλώ / χαλνώ