φυσομανώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυσομανώ < φυσομανάω < φυσώ + ἐμάνην (αόριστος του μαίνομαι), μορφολογικά αναλύεται σε φυσ(άω) + -ο- + -μανώ
Ρήμα
επεξεργασίαφυσομανώ
- (για τον αέρα) φυσώ δυνατά, φυσώ με μανία
- (μεταφορικά) για ανθρώπους που ξεσπούν το θυμό τους
Μεταφράσεις
επεξεργασία φυσομανώ
|