Ετυμολογία

επεξεργασία
φυσομανώ < φυσομανάω < φυσώ + ἐμάνην (αόριστος του μαίνομαι), μορφολογικά αναλύεται σε φυσ(άω) + -ο- + -μανώ

φυσομανώ

  1. (για τον αέρα) φυσώ δυνατά, φυσώ με μανία
  2. (μεταφορικά) για ανθρώπους που ξεσπούν το θυμό τους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία