Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυγόκεντρος + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

διενεργώ φυγοκέντριση

Φυγοκέντρισε τα δείγματα κι άστα να «ξεκουραστούν».