φτιασιδώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φτιασιδώνομαι < μεσοπαθητική φωνή του ρήματος φτιασιδώνω
Ρήμα
επεξεργασίαφτιασιδώνομαι
- μακιγιάρομαι
- χρησιμοποιώ διάφορα φτιασίδια επάνω μου ή τα βάζει άλλος σε εμένα
Μεταφράσεις
επεξεργασία φτιασιδώνομαι
|