Ετυμολογία

επεξεργασία
φτιασιδώνομαι < μεσοπαθητική φωνή του ρήματος φτιασιδώνω

φτιασιδώνομαι

  1. μακιγιάρομαι
  2. χρησιμοποιώ διάφορα φτιασίδια επάνω μου ή τα βάζει άλλος σε εμένα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία