Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φτιασιδώνομαι < μεσοπαθητική φωνή του ρήματος φτιασιδώνω

  Ρήμα επεξεργασία

φτιασιδώνομαι

  1. μακιγιάρομαι
  2. χρησιμοποιώ διάφορα φτιασίδια επάνω μου ή τα βάζει άλλος σε εμένα

  Μεταφράσεις επεξεργασία