φρονηματισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαφρονηματισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του φρονηματισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του φρονηματισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φρονηματισμένος