Ετυμολογία

επεξεργασία
φορμός < φέρω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φορμός αρσενικό

  1. σκεύος σαν καλάθι
  2. πλεκτό στρώμα
  3. ρούχο από χοντρό ύφασμα
  4. μέτρο για το σιτάρι (περίπου ίσο με τον μέδιμνο