φοντραρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φοντραρίζω < (άμεσο δάνειο) βενετική fodrar + -ίζω < fodra < πρωτογερμανική *fōdrą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂- (προστατεύω)
Ρήμα
επεξεργασίαφοντραρίζω
- μορφή του φοδράρω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φοντραρίζω | φοντράριζα | θα φοντραρίζω | να φοντραρίζω | φοντραρίζοντας | |
β' ενικ. | φοντραρίζεις | φοντράριζες | θα φοντραρίζεις | να φοντραρίζεις | φοντράριζε | |
γ' ενικ. | φοντραρίζει | φοντράριζε | θα φοντραρίζει | να φοντραρίζει | ||
α' πληθ. | φοντραρίζουμε | φοντραρίζαμε | θα φοντραρίζουμε | να φοντραρίζουμε | ||
β' πληθ. | φοντραρίζετε | φοντραρίζατε | θα φοντραρίζετε | να φοντραρίζετε | φοντραρίζετε | |
γ' πληθ. | φοντραρίζουν(ε) | φοντράριζαν φοντραρίζαν(ε) |
θα φοντραρίζουν(ε) | να φοντραρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φοντράρισα | θα φοντραρίσω | να φοντραρίσω | φοντραρίσει | ||
β' ενικ. | φοντράρισες | θα φοντραρίσεις | να φοντραρίσεις | φοντράρισε | ||
γ' ενικ. | φοντράρισε | θα φοντραρίσει | να φοντραρίσει | |||
α' πληθ. | φοντραρίσαμε | θα φοντραρίσουμε | να φοντραρίσουμε | |||
β' πληθ. | φοντραρίσατε | θα φοντραρίσετε | να φοντραρίσετε | φοντραρίστε | ||
γ' πληθ. | φοντράρισαν φοντραρίσαν(ε) |
θα φοντραρίσουν(ε) | να φοντραρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φοντραρίσει | είχα φοντραρίσει | θα έχω φοντραρίσει | να έχω φοντραρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις φοντραρίσει | είχες φοντραρίσει | θα έχεις φοντραρίσει | να έχεις φοντραρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει φοντραρίσει | είχε φοντραρίσει | θα έχει φοντραρίσει | να έχει φοντραρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φοντραρίσει | είχαμε φοντραρίσει | θα έχουμε φοντραρίσει | να έχουμε φοντραρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε φοντραρίσει | είχατε φοντραρίσει | θα έχετε φοντραρίσει | να έχετε φοντραρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φοντραρίσει | είχαν φοντραρίσει | θα έχουν φοντραρίσει | να έχουν φοντραρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία φοντραρίζω
|