Δείτε επίσης: Φοίνιξ, φοῖνιξ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φοίνιξ < αρχαία ελληνική φοῖνιξ
 
φοίνιξ, το νόμισμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φοίνιξ αρσενικό

  1. λέξη της καθαρεύουσας, που σημαίνει το δέντρο της φοινικιάς, τον φοίνικα, το φοινικόδεντρο
  2. όνομα του μυθικού πουλιού που αναγεννιέται από τις στάχτες του και απαντάται σε πολλούς πολιτισμούς του κοσμου με διάφορες ονομασίες. Στην Ελλάδα το περιέγραψε πρώτος ο Ησίοδος και μετά ο Ηρόδοτος
  3. νόμισμα της νεότερης Ελλάδας σε ισχύ από το 1828 μέχρι το 1832. Το μεταλλικό νόμισμα έφερε το αποτύπωμα του μυθικού πουλιού που αναγεννάτο από την τέφρα του.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία