Ετυμολογία

επεξεργασία
φλοισβίζω < φλοίσβ(ος) + -ίζω[1], (μαρτυρείται από το 1823)[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fliˈzvi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φλοι‐σβί‐ζω

φλοισβίζω, πρτ.: φλοίσβιζα χωρίς αόριστο (χωρίς παθητική φωνή)[2]

Συγγενικά

επεξεργασία
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. φλοισβίζω φλοίσβιζα θα φλοισβίζω να φλοισβίζω φλοισβίζοντας
β' ενικ. φλοισβίζεις φλοίσβιζες θα φλοισβίζεις να φλοισβίζεις φλοισβίζε
γ' ενικ. φλοισβίζει φλοίσβιζε θα φλοισβίζει να φλοισβίζει
α' πληθ. φλοισβίζουμε φλοισβίζαμε θα φλοισβίζουμε να φλοισβίζουμε
β' πληθ. φλοισβίζετε φλοισβίζατε θα φλοισβίζετε να φλοισβίζετε φλοισβίζετε
γ' πληθ. φλοισβίζουν(ε) φλοίσβιζαν
φλοισβίζαν(ε)
θα φλοισβίζουν(ε) να φλοισβίζουν(ε)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.
  2. 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)