φλεβαριάτικων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφλεβαριάτικων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του φλεβαριάτικος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του φλεβαριάτικος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φλεβαριάτικος