φιλόστοργων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφιλόστοργων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του φιλόστοργος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του φιλόστοργος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φιλόστοργος
φιλόστοργων