φιλοτεχνώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλοτεχνώ < αρχαία ελληνική φιλοτεχνέω- φιλοτεχνῶ < φιλότεχνος
Ρήμα
επεξεργασίαφιλοτεχνώ
- δημιουργώ κάτι επιστρατεύοντας τις όποιες αλλά και πιθανόν τις πολλές ικανότητές μου στην τέχνη
- Εσύ φιλοτεχνείς αλλά τα αγγεία είναι φασόν και πρέπει να τα παραδώσουμε αύριο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φιλοτεχνώ | φιλοτεχνούσα | θα φιλοτεχνώ | να φιλοτεχνώ | φιλοτεχνώντας | |
β' ενικ. | φιλοτεχνείς | φιλοτεχνούσες | θα φιλοτεχνείς | να φιλοτεχνείς | (φιλοτέχνει) | |
γ' ενικ. | φιλοτεχνεί | φιλοτεχνούσε | θα φιλοτεχνεί | να φιλοτεχνεί | ||
α' πληθ. | φιλοτεχνούμε | φιλοτεχνούσαμε | θα φιλοτεχνούμε | να φιλοτεχνούμε | ||
β' πληθ. | φιλοτεχνείτε | φιλοτεχνούσατε | θα φιλοτεχνείτε | να φιλοτεχνείτε | φιλοτεχνείτε | |
γ' πληθ. | φιλοτεχνούν(ε) | φιλοτεχνούσαν(ε) | θα φιλοτεχνούν(ε) | να φιλοτεχνούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φιλοτέχνησα | θα φιλοτεχνήσω | να φιλοτεχνήσω | φιλοτεχνήσει | ||
β' ενικ. | φιλοτέχνησες | θα φιλοτεχνήσεις | να φιλοτεχνήσεις | φιλοτέχνησε | ||
γ' ενικ. | φιλοτέχνησε | θα φιλοτεχνήσει | να φιλοτεχνήσει | |||
α' πληθ. | φιλοτεχνήσαμε | θα φιλοτεχνήσουμε | να φιλοτεχνήσουμε | |||
β' πληθ. | φιλοτεχνήσατε | θα φιλοτεχνήσετε | να φιλοτεχνήσετε | φιλοτεχνήστε | ||
γ' πληθ. | φιλοτέχνησαν φιλοτεχνήσαν(ε) |
θα φιλοτεχνήσουν(ε) | να φιλοτεχνήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φιλοτεχνήσει | είχα φιλοτεχνήσει | θα έχω φιλοτεχνήσει | να έχω φιλοτεχνήσει | ||
β' ενικ. | έχεις φιλοτεχνήσει | είχες φιλοτεχνήσει | θα έχεις φιλοτεχνήσει | να έχεις φιλοτεχνήσει | ||
γ' ενικ. | έχει φιλοτεχνήσει | είχε φιλοτεχνήσει | θα έχει φιλοτεχνήσει | να έχει φιλοτεχνήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φιλοτεχνήσει | είχαμε φιλοτεχνήσει | θα έχουμε φιλοτεχνήσει | να έχουμε φιλοτεχνήσει | ||
β' πληθ. | έχετε φιλοτεχνήσει | είχατε φιλοτεχνήσει | θα έχετε φιλοτεχνήσει | να έχετε φιλοτεχνήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φιλοτεχνήσει | είχαν φιλοτεχνήσει | θα έχουν φιλοτεχνήσει | να έχουν φιλοτεχνήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φιλοτεχνούμαι | φιλοτεχνούμουν | θα φιλοτεχνούμαι | να φιλοτεχνούμαι | ||
β' ενικ. | φιλοτεχνείσαι | φιλοτεχνούσουν | θα φιλοτεχνείσαι | να φιλοτεχνείσαι | ||
γ' ενικ. | φιλοτεχνείται | φιλοτεχνούνταν | θα φιλοτεχνείται | να φιλοτεχνείται | ||
α' πληθ. | φιλοτεχνούμαστε | φιλοτεχνούμασταν φιλοτεχνούμαστε |
θα φιλοτεχνούμαστε | να φιλοτεχνούμαστε | ||
β' πληθ. | φιλοτεχνείστε | φιλοτεχνούσασταν φιλοτεχνούσαστε |
θα φιλοτεχνείστε | να φιλοτεχνείστε | φιλοτεχνείστε | |
γ' πληθ. | φιλοτεχνούνται | φιλοτεχνούνταν | θα φιλοτεχνούνται | να φιλοτεχνούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φιλοτεχνήθηκα | θα φιλοτεχνηθώ | να φιλοτεχνηθώ | φιλοτεχνηθεί | ||
β' ενικ. | φιλοτεχνήθηκες | θα φιλοτεχνηθείς | να φιλοτεχνηθείς | φιλοτεχνήσου | ||
γ' ενικ. | φιλοτεχνήθηκε | θα φιλοτεχνηθεί | να φιλοτεχνηθεί | |||
α' πληθ. | φιλοτεχνηθήκαμε | θα φιλοτεχνηθούμε | να φιλοτεχνηθούμε | |||
β' πληθ. | φιλοτεχνηθήκατε | θα φιλοτεχνηθείτε | να φιλοτεχνηθείτε | φιλοτεχνηθείτε | ||
γ' πληθ. | φιλοτεχνήθηκαν φιλοτεχνηθήκαν(ε) |
θα φιλοτεχνηθούν(ε) | να φιλοτεχνηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φιλοτεχνηθεί | είχα φιλοτεχνηθεί | θα έχω φιλοτεχνηθεί | να έχω φιλοτεχνηθεί | φιλοτεχνημένος | |
β' ενικ. | έχεις φιλοτεχνηθεί | είχες φιλοτεχνηθεί | θα έχεις φιλοτεχνηθεί | να έχεις φιλοτεχνηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει φιλοτεχνηθεί | είχε φιλοτεχνηθεί | θα έχει φιλοτεχνηθεί | να έχει φιλοτεχνηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φιλοτεχνηθεί | είχαμε φιλοτεχνηθεί | θα έχουμε φιλοτεχνηθεί | να έχουμε φιλοτεχνηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε φιλοτεχνηθεί | είχατε φιλοτεχνηθεί | θα έχετε φιλοτεχνηθεί | να έχετε φιλοτεχνηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φιλοτεχνηθεί | είχαν φιλοτεχνηθεί | θα έχουν φιλοτεχνηθεί | να έχουν φιλοτεχνηθεί |