φιλοσοφικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαφιλοσοφικά < φιλοσοφικός
Επίρρημα
επεξεργασίαφιλοσοφικά
- με διάθεση για φιλοσοφία, με τάση να εξετάζει κάποιος τα ζητήματα πιο αφηρημένο και πιο συνολικά, πιο αποστασιοποιημένα
- εμείς χανόμαστε κι αυτός βλέπει το θέμα φιλοσοφικά'
Μεταφράσεις
επεξεργασία φιλοσοφικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφιλοσοφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φιλοσοφικό