φιλεκκλήσιος
Ετυμολογία
επεξεργασία- φιλεκκλήσιος < φιλ- + ἐκκλησ(ία) + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαφιλεκκλήσιος
- που αγαπάει την εκκλησία, αγαπάει να εκκλησιάζεται
- ※ 6ος/7ος αιώνας, Μάξιμος ο Ομολογητής Επιστολή ΜΔ' προς Ιωάννην κουβικουλάριον περί θετικής ⌘Patrologia Graeca, τόμος 91, σελ. 645, Επιμ. Migne @books.google
- ἄνθρωπον φιλόθεον, πιστόν, εὐσεβῆ, ἀγαθόν, εὐλαβῆ, σώφρονα, ἐγκρατῆ, ἀνεκτικόν, πρᾶον, συμπαθῆ, ἐλεήμονα, πτωχοτρόφον, γηρωκόμον, προστάτην χηρῶν, μοναχῶν κηδεμόνα, ἀκτήμονα [ἀπήμονα], φιλεκκλήσιον· καί ἵνα συνελών εἴπω, πάντων καί ζώντων καί νεκρῶν φίλον·
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Ευστάθιος θεσσαλονίκης, Εὐσταθίου Θεσσαλονίκης λόγος προλαληθεὶς τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης τεσσαρακοστῆς ὡς ἔθος, 85.91 @books.google
- Ἠκριβωκὼς γὰρ ἔχω καθὰ τοὺς μετρητοὺς φιλέχθρους οὕτω καὶ τοὺς λοιποὺς φιλοθέους τοὺς φιλεκκλησίους τοὺς φιλαρχιερεῖς τὸ πᾶν εἰπεῖν τοὺς ἐν θεῷ φιλαδέλφους
- άλλες μορφές: φιλοκκλήσιος
- ※ 6ος/7ος αιώνας, Μάξιμος ο Ομολογητής Επιστολή ΜΔ' προς Ιωάννην κουβικουλάριον περί θετικής ⌘Patrologia Graeca, τόμος 91, σελ. 645, Επιμ. Migne @books.google
Πηγές
επεξεργασία- «φιλεκκλήσιος, ον» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- φιλεκκλήσιος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)