φιλείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
φιλείς
- β΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του φιλώ, κατά την αρχαία ελληνική φιλεῖς
- ※ Το χέρι πάντα σκύβοντας μου το φιλείς, | εγώ όμως με την ιδέα το φίλημα στο μέτωπο σου δίνω
- Κωστής Παλαμάς, «Οι στέρνες», Οι νύχτες του Φήμιου (1931-1932) (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1935).
- ταυτόσημο: φιλάς
- ※ Το χέρι πάντα σκύβοντας μου το φιλείς, | εγώ όμως με την ιδέα το φίλημα στο μέτωπο σου δίνω