Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλαίτιος < φίλος και αἰτία

  Επίθετο επεξεργασία

φιλαίτιος, ος, ον

  1. που του αρέσει να κατηγορεί, να ψέγει, φιλοκατήγορος, να δίνει συχνά αιτία, λαβή για προβλήματα
  2. που τον βάζουν συχνά στο στόχαστρο και τον μέμφονται, όπως τους πολιτικούς (Δημοσθένης)