φιλαίτιος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
φιλαίτιος, ος, ον
- που του αρέσει να κατηγορεί, να ψέγει, φιλοκατήγορος, να δίνει συχνά αιτία, λαβή για προβλήματα
- που τον βάζουν συχνά στο στόχαστρο και τον μέμφονται, όπως τους πολιτικούς (Δημοσθένης)