Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φασκωλόμυς < φάσκωλος + μυς.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 

φασκωλόμυς αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία