Ετυμολογία

επεξεργασία
φακκώ < πιθανή ετυμολογία: από τον ήχο του κτυπήματος (κυρίως πάνω σε ξύλο)

φακκώ (κυπριακά)

  • κτυπώ (συνήθως δυνατά με κρότο)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία