φαγιουμική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαγιουμική ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου φαγιουμικός < Φαγιούμ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαγιουμική θηλυκό
- (γλώσσα) κοπτική διάλεκτος την οποία μιλούσαν στην περιοχή του Φαγιούμ, στα δυτικά της κοιλάδας του Νείλου