Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαβορίτος < γαλλική favori - favorite

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαβορίτος αρσενικό

έτσι λεγόταν παλιότερα ο ευνοούμενος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία