υπερψυγμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαυπερψυγμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του υπερψυγμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του υπερψυγμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του υπερψυγμένος