Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

υπερχρεώνομαι, π.αόρ.: υπερχρεώθηκα, μτχ.π.π.: υπερχρεωμένος, (ενεργ.: υπερχρεώνω)