υπερκαταγράφω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαυπερκαταγράφω (παθητική φωνή: υπερκαταγράφομαι)
- (νεολογισμός) καταγράφω περισσότερα απ’ όσα στην πραγματικότητα υπάρχουν
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπερκαταγράφω | υπερκατέγραφα | θα υπερκαταγράφω | να υπερκαταγράφω | υπερκαταγράφοντας | |
β' ενικ. | υπερκαταγράφεις | υπερκατέγραφες | θα υπερκαταγράφεις | να υπερκαταγράφεις | υπερκατάγραφε | |
γ' ενικ. | υπερκαταγράφει | υπερκατέγραφε | θα υπερκαταγράφει | να υπερκαταγράφει | ||
α' πληθ. | υπερκαταγράφουμε | υπερκαταγράφαμε | θα υπερκαταγράφουμε | να υπερκαταγράφουμε | ||
β' πληθ. | υπερκαταγράφετε | υπερκαταγράφατε | θα υπερκαταγράφετε | να υπερκαταγράφετε | υπερκαταγράφετε | |
γ' πληθ. | υπερκαταγράφουν(ε) | υπερκατέγραφαν υπερκαταγράφαν(ε) |
θα υπερκαταγράφουν(ε) | να υπερκαταγράφουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπερκατέγραψα | θα υπερκαταγράψω | να υπερκαταγράψω | υπερκαταγράψει | ||
β' ενικ. | υπερκατέγραψες | θα υπερκαταγράψεις | να υπερκαταγράψεις | υπερκατάγραψε | ||
γ' ενικ. | υπερκατέγραψε | θα υπερκαταγράψει | να υπερκαταγράψει | |||
α' πληθ. | υπερκαταγράψαμε | θα υπερκαταγράψουμε | να υπερκαταγράψουμε | |||
β' πληθ. | υπερκαταγράψατε | θα υπερκαταγράψετε | να υπερκαταγράψετε | υπερκαταγράψτε | ||
γ' πληθ. | υπερκατέγραψαν υπερκαταγράψαν(ε) |
θα υπερκαταγράψουν(ε) | να υπερκαταγράψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υπερκαταγράψει | είχα υπερκαταγράψει | θα έχω υπερκαταγράψει | να έχω υπερκαταγράψει | ||
β' ενικ. | έχεις υπερκαταγράψει | είχες υπερκαταγράψει | θα έχεις υπερκαταγράψει | να έχεις υπερκαταγράψει | έχε υπερκαταγραμμένο | |
γ' ενικ. | έχει υπερκαταγράψει | είχε υπερκαταγράψει | θα έχει υπερκαταγράψει | να έχει υπερκαταγράψει | ||
α' πληθ. | έχουμε υπερκαταγράψει | είχαμε υπερκαταγράψει | θα έχουμε υπερκαταγράψει | να έχουμε υπερκαταγράψει | ||
β' πληθ. | έχετε υπερκαταγράψει | είχατε υπερκαταγράψει | θα έχετε υπερκαταγράψει | να έχετε υπερκαταγράψει | έχετε υπερκαταγραμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν υπερκαταγράψει | είχαν υπερκαταγράψει | θα έχουν υπερκαταγράψει | να έχουν υπερκαταγράψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) υπερκαταγραμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) υπερκαταγραμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) υπερκαταγραμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) υπερκαταγραμμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερκαταγράφω
|