Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπερβαλλόντως
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
υπερβαλλόντως
<
αρχαία ελληνική
ὑπερβαλλόντως
<
ὑπερβάλλω
Επίρρημα
επεξεργασία
υπερβαλλόντως
(
αρχαιοπρεπές
) με
υπερβάλλοντα
τρόπο
,
υπερβάλλοντας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπερβαλλόντως
αγγλικά
:
exceedingly
(en)