τριπλασιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τριπλασιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίατριπλασιάζω, αόρ.: τριπλασίασα, παθ.φωνή: τριπλασιάζομαι, π.αόρ.: τριπλασιάστηκα, μτχ.π.π.: τριπλασιασμένος
- πολλαπλασιάζω επί τρία
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τριπλασιάζω | τριπλασίαζα | θα τριπλασιάζω | να τριπλασιάζω | τριπλασιάζοντας | |
β' ενικ. | τριπλασιάζεις | τριπλασίαζες | θα τριπλασιάζεις | να τριπλασιάζεις | τριπλασίαζε | |
γ' ενικ. | τριπλασιάζει | τριπλασίαζε | θα τριπλασιάζει | να τριπλασιάζει | ||
α' πληθ. | τριπλασιάζουμε | τριπλασιάζαμε | θα τριπλασιάζουμε | να τριπλασιάζουμε | ||
β' πληθ. | τριπλασιάζετε | τριπλασιάζατε | θα τριπλασιάζετε | να τριπλασιάζετε | τριπλασιάζετε | |
γ' πληθ. | τριπλασιάζουν(ε) | τριπλασίαζαν τριπλασιάζαν(ε) |
θα τριπλασιάζουν(ε) | να τριπλασιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τριπλασίασα | θα τριπλασιάσω | να τριπλασιάσω | τριπλασιάσει | ||
β' ενικ. | τριπλασίασες | θα τριπλασιάσεις | να τριπλασιάσεις | τριπλασίασε | ||
γ' ενικ. | τριπλασίασε | θα τριπλασιάσει | να τριπλασιάσει | |||
α' πληθ. | τριπλασιάσαμε | θα τριπλασιάσουμε | να τριπλασιάσουμε | |||
β' πληθ. | τριπλασιάσατε | θα τριπλασιάσετε | να τριπλασιάσετε | τριπλασιάστε | ||
γ' πληθ. | τριπλασίασαν τριπλασιάσαν(ε) |
θα τριπλασιάσουν(ε) | να τριπλασιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τριπλασιάσει | είχα τριπλασιάσει | θα έχω τριπλασιάσει | να έχω τριπλασιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις τριπλασιάσει | είχες τριπλασιάσει | θα έχεις τριπλασιάσει | να έχεις τριπλασιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει τριπλασιάσει | είχε τριπλασιάσει | θα έχει τριπλασιάσει | να έχει τριπλασιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τριπλασιάσει | είχαμε τριπλασιάσει | θα έχουμε τριπλασιάσει | να έχουμε τριπλασιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε τριπλασιάσει | είχατε τριπλασιάσει | θα έχετε τριπλασιάσει | να έχετε τριπλασιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τριπλασιάσει | είχαν τριπλασιάσει | θα έχουν τριπλασιάσει | να έχουν τριπλασιάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τριπλασιάζομαι | τριπλασιαζόμουν(α) | θα τριπλασιάζομαι | να τριπλασιάζομαι | ||
β' ενικ. | τριπλασιάζεσαι | τριπλασιαζόσουν(α) | θα τριπλασιάζεσαι | να τριπλασιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | τριπλασιάζεται | τριπλασιαζόταν(ε) | θα τριπλασιάζεται | να τριπλασιάζεται | ||
α' πληθ. | τριπλασιαζόμαστε | τριπλασιαζόμαστε τριπλασιαζόμασταν |
θα τριπλασιαζόμαστε | να τριπλασιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | τριπλασιάζεστε | τριπλασιαζόσαστε τριπλασιαζόσασταν |
θα τριπλασιάζεστε | να τριπλασιάζεστε | (τριπλασιάζεστε) | |
γ' πληθ. | τριπλασιάζονται | τριπλασιάζονταν τριπλασιαζόντουσαν |
θα τριπλασιάζονται | να τριπλασιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τριπλασιάστηκα | θα τριπλασιαστώ | να τριπλασιαστώ | τριπλασιαστεί | ||
β' ενικ. | τριπλασιάστηκες | θα τριπλασιαστείς | να τριπλασιαστείς | τριπλασιάσου | ||
γ' ενικ. | τριπλασιάστηκε | θα τριπλασιαστεί | να τριπλασιαστεί | |||
α' πληθ. | τριπλασιαστήκαμε | θα τριπλασιαστούμε | να τριπλασιαστούμε | |||
β' πληθ. | τριπλασιαστήκατε | θα τριπλασιαστείτε | να τριπλασιαστείτε | τριπλασιαστείτε | ||
γ' πληθ. | τριπλασιάστηκαν τριπλασιαστήκαν(ε) |
θα τριπλασιαστούν(ε) | να τριπλασιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τριπλασιαστεί | είχα τριπλασιαστεί | θα έχω τριπλασιαστεί | να έχω τριπλασιαστεί | τριπλασιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις τριπλασιαστεί | είχες τριπλασιαστεί | θα έχεις τριπλασιαστεί | να έχεις τριπλασιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει τριπλασιαστεί | είχε τριπλασιαστεί | θα έχει τριπλασιαστεί | να έχει τριπλασιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τριπλασιαστεί | είχαμε τριπλασιαστεί | θα έχουμε τριπλασιαστεί | να έχουμε τριπλασιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε τριπλασιαστεί | είχατε τριπλασιαστεί | θα έχετε τριπλασιαστεί | να έχετε τριπλασιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τριπλασιαστεί | είχαν τριπλασιαστεί | θα έχουν τριπλασιαστεί | να έχουν τριπλασιαστεί |