Ετυμολογία

επεξεργασία
τριπλασιάζω < λείπει η ετυμολογία

τριπλασιάζω, αόρ.: τριπλασίασα, παθ.φωνή: τριπλασιάζομαι, π.αόρ.: τριπλασιάστηκα, μτχ.π.π.: τριπλασιασμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία