τριπλασιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίατριπλασιάζομαι, π.αόρ.: τριπλασιάστηκα, μτχ.π.π.: τριπλασιασμένος, (ενεργ.: τριπλασιάζω)
- παθητική φωνή του ρήματος τριπλασιάζω → δείτε και την κλίση
τριπλασιάζομαι, π.αόρ.: τριπλασιάστηκα, μτχ.π.π.: τριπλασιασμένος, (ενεργ.: τριπλασιάζω)