Ετυμολογία

επεξεργασία
τριζοκοπάω < τριζοκοπώ < τρίζω + -ο- + -κοπώ

τριζοκοπάω

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία