τριγυρισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίατριγυρισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του τριγυρισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του τριγυρισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τριγυρισμένος