Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρεκλίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

τρεκλίζω και τρικλίζω

  • βαδίζω παραπατώντας και κρατώντας με δυσκολία την ισορροπία μου,π.χ. λόγω μέθης
    ※  Ο μεθυσμένος στάθηκε τρικλίζοντας και τον κοιτούσε. Κωστούλα Μητροπούλου, Μετάθεση

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία