τραμπουκάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τραμπουκάρω < ιταλική traboccare < παλαιά οξιτανική trabucar < φραγκική *būk
Ρήμα
επεξεργασίατραμπουκάρω
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίατραμπουκάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία τραμπουκάρω
|