τουφεκισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίατουφεκισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του τουφεκισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του τουφεκισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τουφεκισμένος