τουρκέτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τουρκέτο < λέξη πιθανότερα εκ της ιταλικής, ή βενετικής • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
τουρκέτο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) το πρωραίο κατάρτι ιστιοφόρου πλοίου (εφόσον υφίστανται περισσότεροι του ενός)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τουρκέτο
|