Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τουρκέτο < λέξη πιθανότερα εκ της ιταλικής, ή βενετικής • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τουρκέτο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία