Ετυμολογία

επεξεργασία
τιτζυρόκωλος < τίτζυρ(ος) (γυμνός) + -ό- + κώλος

  Επίθετο

επεξεργασία

τιτζυρόκωλος

  1. ολόγυμνος
  2. (μεταφορικά) πάμφτωχος

Συγγενικά

επεξεργασία